- κατασκληραίνω
- κατασκληρ-αίνω,A harden, Hsch. s.v. καταμαλάσσοντα (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκληραίνω — (Α) [κατάσκληρος] σκληραίνω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek